σταφυλοφόρος

σταφυλοφόρος
-ον, ΜΑ
μσν.
φρ. «σταφυλοφόροι κοφινοι» — κοφίνια γεμάτα σταφύλια (Ευστ.)
αρχ.
φρ. «σταφυλοφόρον μόριον» — η σταφυλή, η κιονίδα (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σταφυλοφόρος — carrying grapes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλοφόρον — σταφυλοφόρος carrying grapes masc/fem acc sg σταφυλοφόρος carrying grapes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλοφόροι — σταφυλοφόρος carrying grapes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • κοκκόλοβος — (Coccoloba). Γένος φυτών της οικογένειας των πολυγωνιδών, της τάξης των πολυγονωδών, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 150 είδη. Πρόκειται για δίοικα δέντρα, θάμνους ή αναρριχητικά φυτά της τροπικής και υποτροπικής Αμερικής, τα περισσότερα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”